- σίλιξ
- -ικος, ὁ, Αβλ. σίληκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίληκας — ο / σίληξ, ηκος, ΝΑ, και ως ουδ. σίλεξ, το, άκλ., Ν, και σίληξ και σίλιξ και σίλεξ, ικος, Α 1. πυρόλιθος 2. αρχαιολ. λίθινη λάρνακα αρχ. σκληρό πέτρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. silex, icis «χαλίκι, πυρόλιθος»] … Dictionary of Greek